Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
accidents
/ˈæk.sɪ.dənt/ = NOUN: ατύχημα, δυστύχημα, τυχαίο συμβάν;
USER: ατυχήματα, ατυχημάτων, τα ατυχήματα, ατυχήματος, των ατυχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
active
/ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων;
USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού
GT
GD
C
H
L
M
O
actively
/ˈæk.tɪv.li/ = ADVERB: δραστήρια;
USER: δραστήρια, ενεργά, ενεργό, την ενεργό, ενεργά την
GT
GD
C
H
L
M
O
advanced
/ədˈvɑːnst/ = ADJECTIVE: προχωρημένος, ανώτερος;
USER: προηγμένες, προηγμένων, προχωρημένο, advanced, προηγμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
advantage
/ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα;
USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
affordable
/əˈfɔː.də.bl̩/ = ADJECTIVE: προμηθευτός;
USER: προσιτή, προσιτές, προσιτό, οικονομικά, προσιτά
GT
GD
C
H
L
M
O
aim
/eɪm/ = NOUN: σκοπός;
VERB: σκοπεύω, σημαδεύω;
USER: σκοπός, στόχο, αποσκοπούν, στοχεύουν, ως στόχο
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
alliance
/əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία;
USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
ambition
/æmˈbɪʃ.ən/ = NOUN: φιλοδοξία;
USER: φιλοδοξία, φιλοδοξίας, φιλοδοξίες, φιλοδοξιών, τη φιλοδοξία
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
april
/ˈeɪ.prəl/ = NOUN: Απρίλιος;
USER: Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ
GT
GD
C
H
L
M
O
area
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assistance
/əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια;
USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
assisting
/əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ;
USER: βοηθώντας, παροχή βοήθειας, την παροχή βοήθειας, βοήθειας, συνδρομής
GT
GD
C
H
L
M
O
association
/əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος;
USER: σχέση, σύνδεσμος, Σύνδεσης, ένωση, Association, Association
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
autonomous
/ɔːˈtɒn.ə.məs/ = ADJECTIVE: αυτονόμος;
USER: αυτόνομες, αυτόνομων, αυτόνομο, αυτόνομη, αυτόνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
beyond
/biˈjɒnd/ = PREPOSITION: πέρα;
ADVERB: πέραν, πέρα, υπεράνω, αργότερα;
NOUN: υπερπέραν;
USER: πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός
GT
GD
C
H
L
M
O
bodies
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
car
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο
GT
GD
C
H
L
M
O
cars
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
chapter
/ˈtʃæp.tər/ = NOUN: κεφάλαιο, τμήμα, κεφάλαιο βιβλίου;
USER: κεφάλαιο, κεφαλαίου, γλώσσα Κεφάλαιο, το κεφάλαιο, κεφάλαιο αυτό
GT
GD
C
H
L
M
O
choice
/tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
closely
/ˈkləʊs.li/ = ADVERB: στενά, προσεκτικά;
USER: στενά, προσεκτικά, στενή, εκ του σύνεγγυς, κοντά
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
commitment
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή
GT
GD
C
H
L
M
O
committed
/kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω;
USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε
GT
GD
C
H
L
M
O
competitiveness
/kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνιστικότητα, συναγωνιστικότης;
USER: ανταγωνιστικότητα, ανταγωνιστικότητας, της ανταγωνιστικότητας, την ανταγωνιστικότητα, η ανταγωνιστικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
competitors
/kəmˈpet.ɪ.tər/ = NOUN: ανταγωνιστής, αντίπαλος, συναγωνιζόμενος;
USER: ανταγωνιστές, ανταγωνιστών, ανταγωνιστές της, οι ανταγωνιστές, τους ανταγωνιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
compliance
/kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης;
USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση
GT
GD
C
H
L
M
O
conditions
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις;
USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών
GT
GD
C
H
L
M
O
congested
/kənˈdʒes.tɪd/ = ADJECTIVE: συνωστισμός, κατάμεστος, υπερπλήρης;
USER: συμφόρηση, κυκλοφοριακή συμφόρηση, κορεσμένη, συμφόρησης
GT
GD
C
H
L
M
O
connectivity
/ˌkɒn.ekˈtɪv.ɪ.ti/ = USER: συνδεσιμότητα, σύνδεσης, συνδεσιμότητας, σύνδεση, συνδετικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
continue
/kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι;
USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
declaration
/ˌdek.ləˈreɪ.ʃən/ = NOUN: δήλωση, διασάφηση, διακήρυξη, κήρυξη;
USER: δήλωση, διασάφηση, διακήρυξη, κήρυξη, δήλωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
delegating
/ˈdel.ɪ.ɡeɪt/ = VERB: αναθέτω, εξουσιοδοτώ, αποστέλλω σαν αντιπρόσωπο;
USER: ανάθεση, μεταβίβαση, αναθέτοντας, αναθέτει, ανάθεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstration
/ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο;
USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrator
/ˈdemənˌstrātər/ = NOUN: διαδηλωτής, επιδεικνύων, αποδεικνύων;
USER: διαδηλωτής, επιδεικνύων, επίδειξης, διαδηλωτή, συστήματος επίδειξης
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrators
/ˈdemənˌstrātər/ = NOUN: διαδηλωτής, επιδεικνύων, αποδεικνύων;
USER: διαδηλωτές, διαδηλωτών, των διαδηλωτών, οι διαδηλωτές, διαδηλώσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
detracting
/dɪˈtrækt frəm/ = VERB: αφαιρώ, μειώνω;
USER: μειώνοντας, παραγνωρίζονται,
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
drive
/draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
NOUN: αμαξοπορεία;
USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
drivers
/ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός;
USER: οδηγοί, οδηγών, τους οδηγούς, οδηγούς, οι οδηγοί
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
during
/ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια;
USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
efforts
/ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια;
USER: προσπάθειες, οι προσπάθειες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, προσπάθειες για
GT
GD
C
H
L
M
O
emerging
/ɪˈmɜː.dʒɪŋ/ = VERB: αναδύομαι, αναφαίνομαι;
USER: αναδυόμενες, αναδυόμενων, αναδυόμενη, τις αναδυόμενες, αναδύεται
GT
GD
C
H
L
M
O
enjoyable
/enˈjoi-əbəl/ = ADJECTIVE: απολαυστικός;
USER: απολαυστική, ευχάριστες, ευχάριστη, απολαυστικό, ευχάριστο
GT
GD
C
H
L
M
O
ensure
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
error
/ˈer.ər/ = NOUN: σφάλμα, λάθος, πλάνη, παρόραμα;
USER: σφάλμα, λάθος, πλάνη, σφάλματος, λάθους
GT
GD
C
H
L
M
O
espace
= USER: Espace, του Espace, το Espace, για Espace,
GT
GD
C
H
L
M
O
european
/ˌyərəˈpēən,ˌyo͝orə-/ = ADJECTIVE: ευρωπαϊκός;
NOUN: Ευρωπαίος;
USER: Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκό, ευρώπη, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκού
GT
GD
C
H
L
M
O
examples
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
existing
/ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι;
USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
explained
/ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω;
USER: εξήγησε, εξηγείται, εξηγηθεί, εξηγούνται, εξηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
extend
/ɪkˈstend/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι;
USER: επέκταση, επεκτείνουν, εκτείνονται, παρατείνει, επεκτείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
extension
/ɪkˈstenʃən/ = NOUN: επέκταση, παράταση, προέκταση, εσωτερικό;
USER: επέκταση, παράταση, προέκταση, επέκτασης, παράτασης
GT
GD
C
H
L
M
O
eyes
/aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός;
VERB: παρατηρώ;
USER: μάτια, τα μάτια, στα μάτια, ματιών, οφθαλμών, οφθαλμών
GT
GD
C
H
L
M
O
face
/feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο;
VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
fatal
/ˈfeɪ.təl/ = ADJECTIVE: θανατηφόρος, μοιραίος, καίριος;
USER: θανατηφόρος, μοιραίος, θανατηφόρα, μοιραία, θανατηφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
favour
/ˈfeɪ.vər/ = NOUN: εύνοια, εύνοια, εύνοια, εύνοια, χάρη, χάρη, χάρη, χάρη, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτηση;
USER: ευνοούν, ευνοήσει, ευνοούν την, ευνοεί, υπέρ
GT
GD
C
H
L
M
O
field
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
framework
/ˈfreɪm.wɜːk/ = NOUN: rámec;
USER: πλαίσιο, πλαισίου, πλαίσια, πλαίσιο που, πλαίσιο που
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
gathered
/ˈɡæð.ər/ = VERB: μαζεύω, συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω, συναθροίζομαι;
USER: συγκεντρώθηκαν, συγκεντρώνονται, συλλέγονται, που συγκεντρώθηκαν, συγκεντρωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
giving
/ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση;
USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς
GT
GD
C
H
L
M
O
goal
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
gradually
/ˈɡræd.jʊ.li/ = ADVERB: σταδιακά, βαθμιαία;
USER: σταδιακά, βαθμιαία, σταδιακή, σταδιακά να, προοδευτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
hands
/ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
head
/hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός;
VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
helping
/ˈhel.pɪŋ/ = NOUN: βοήθεια, μερίδα φαγητού, μερίδα, μερίς φαγητού;
USER: βοήθεια, βοηθώντας, βοηθήσει, βοηθά, βοηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
hours
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
hundred
/ˈhʌn.drəd/ = USER: hundred-, hundred, hundred;
USER: εκατό, εκατοντάδες, εκατόν, διακόσια, εκατοντάδων, εκατοντάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
illustrate
/ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ;
USER: απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, δείχνουν, παρουσιάζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
improve
/ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω;
USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
initiative
/ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία;
USER: πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
GT
GD
C
H
L
M
O
introducing
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισάγοντας, εισαγωγή, θέσπιση, την εισαγωγή, καθιέρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
involving
/ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω;
USER: με τη συμμετοχή, συμμετοχή, τη συμμετοχή, αφορούν, που αφορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
journeys
/ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία;
VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδια, διαδρομές, ταξιδιών, μετακινήσεις, διαδρομών
GT
GD
C
H
L
M
O
leading
/ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών;
NOUN: αρχηγία, οδηγία;
USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
legislation
/ˌledʒ.ɪˈsleɪ.ʃən/ = NOUN: νομοθεσία;
USER: νομοθεσία, νομοθεσίας, τη νομοθεσία, της νομοθεσίας, ρύθμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
legislative
/ˈledʒ.ɪ.slə.tɪv/ = ADJECTIVE: νομοθετικός;
USER: νομοθετική, νομοθετικής, νομοθετικά, νομοθετικές, νομοθετικό
GT
GD
C
H
L
M
O
legislators
/ˈledʒ.ɪ.sleɪ.tər/ = NOUN: νομοθέτης;
USER: νομοθέτες, νομοθετών, οι νομοθέτες, νομοθέτη, νομοθετικών
GT
GD
C
H
L
M
O
less
/les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα;
ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων;
USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
mainstream
/ˈmeɪn.striːm/ = USER: επικρατούσα τάση, ενσωμάτωση, γενικά, κύρια, γενική
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
makers
/ˈmeɪ.kər/ = NOUN: κατασκευαστής, δημιουργός, ποιητής, κάνων;
USER: κατασκευαστές, διαμορφωτές, ιθύνοντες, φορείς χάραξης, υπεύθυνους χάραξης
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturers
/ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης;
USER: κατασκευαστές, κατασκευαστών, οι κατασκευαστές, τους κατασκευαστές, παρασκευαστές
GT
GD
C
H
L
M
O
marks
= NOUN: βαθμολογία;
USER: βαθμολογία, σήματα, σημάτων, σημάδια, επιδόσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
maximising
/ˈmæk.sɪ.maɪz/ = VERB: αυξάνω στον ανώτατο βαθμό, αυξάνω στον ανώτατο βαθμό;
USER: μεγιστοποίηση, μεγιστοποίηση της, μεγιστοποιώντας, τη μεγιστοποίηση, μεγιστοποίηση των
GT
GD
C
H
L
M
O
ministers
/ˈmɪn.ɪ.stər/ = NOUN: υπουργός, ιερέας, λειτουργός, πρεσβευτής;
VERB: υπηρετώ, χορηγώ;
USER: υπουργοί, υπουργούς, Οι Υπουργοί, Υπουργών, Υπουργικό
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
motoring
/ˈməʊ.tər.ɪŋ/ = VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο;
USER: αυτοκίνηση, αυτοκίνησης, αυτοκινήτου, οδήγηση, αυτοκινητιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
motorists
/ˈməʊ.tər.ɪst/ = NOUN: αυτοκινητιστής, οδηγός μηχανής;
USER: αυτοκινητιστές, οι αυτοκινητιστές, αυτοκινητιστών, τους αυτοκινητιστές, οδηγών
GT
GD
C
H
L
M
O
motorways
/ˈməʊ.tə.weɪ/ = USER: αυτοκινητόδρομοι, αυτοκινητοδρόμων, αυτοκινητόδρομους, αυτοκινητοδρόμους, αρτηριών
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
ongoing
/process/ = USER: συνεχιζόμενες, εξελίξει, συνεχιζόμενη, εξέλιξη, συνεχή
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunity
/ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
optimise
= VERB: βελτιστοποιώ;
USER: βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει, βελτιστοποιήσετε,
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
ordinary
/ˈɔː.dɪ.nə.ri/ = ADJECTIVE: συνήθης, συνηθισμένος, κοινός;
USER: συνηθισμένος, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
participated
/pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι;
USER: συμμετείχε, συμμετείχαν, συμμετάσχει, μέρος, συμμετοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
participates
/pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι;
USER: συμμετέχει, μετέχει, συμμετέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
partners
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους
GT
GD
C
H
L
M
O
percent
/pəˈsent/ = ADVERB: τοις εκατό;
NOUN: εκατοστιαία;
USER: τοις εκατό, εκατό, ποσοστό, τοις εκατό από, εκατοστιαίες μονάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
period
/ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: περίοδος, διάρκεια;
USER: περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα, διάστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
permit
/pəˈmɪt/ = NOUN: άδεια, έγγραφος άδεια;
VERB: επιτρέπω;
USER: άδεια, επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
phases
/feɪz/ = NOUN: φάση, φάσις;
USER: φάσεις, φάσεων, στάδια, τις φάσεις, φάση
GT
GD
C
H
L
M
O
playing
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο;
USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
pleased
/pliːzd/ = ADJECTIVE: ευχαριστημένος;
USER: ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποιημένοι, ικανοποίησή, ευχάριστη
GT
GD
C
H
L
M
O
pleasure
/ˈpleʒ.ər/ = NOUN: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, τέρψη, ευαρέσκεια;
USER: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, χαρά, αναψυχής
GT
GD
C
H
L
M
O
policy
/ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας;
USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
potential
/pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος;
USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
price
/praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο;
VERB: τιμώ, διατιμώ;
USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών
GT
GD
C
H
L
M
O
programme
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
progress
/ˈprəʊ.ɡres/ = NOUN: πρόοδος, εξέλιξη, προκοπή;
VERB: προχωρώ, προοδεύω;
USER: πρόοδος, εξέλιξη, πρόοδο, προόδου, την πρόοδο, την πρόοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
promote
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: την προώθηση της, προώθηση της, προώθηση, την προώθηση, προωθήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
promotion
/prəˈməʊ.ʃən/ = NOUN: προαγωγή, προβολή, προβιβασμός;
USER: προαγωγή, προβολή, προώθηση, προώθησης, την προώθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
prospective
/prəˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: υποψήφιος, αναμενόμενος, προορατικός, προσδοκώμενος;
USER: υποψήφιος, υποψήφιους, προοπτική, μελλοντικούς, τους υποψήφιους
GT
GD
C
H
L
M
O
prototype
/ˈprəʊ.tə.taɪp/ = NOUN: πρωτότυπο;
USER: πρωτότυπο, πρωτοτύπου, πρότυπο, πρωτοτύπων, πρωτότυπου
GT
GD
C
H
L
M
O
reduce
/rɪˈdjuːs/ = VERB: περιορίζω, ελαττώ, ελαττώνω, χαμηλώνω, μετατρέπω, περιστέλλω;
USER: μείωση, μείωση των, τη μείωση, να μειώσει, μειώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
revealed
/rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω;
USER: αποκάλυψε, αποκάλυψαν, αποκαλύφθηκε, έδειξε, προέκυψε
GT
GD
C
H
L
M
O
reveals
/rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω;
USER: αποκαλύπτει, φανερώνει, προκύπτει, δείχνει, αποκαλύψει
GT
GD
C
H
L
M
O
road
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
ADJECTIVE: χερσαίος;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
role
/rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο;
USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safe
/seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός;
NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο;
USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
GT
GD
C
H
L
M
O
safer
/seɪf/ = USER: ασφαλέστερα, ασφαλέστερη, ασφαλέστερες, ασφαλέστερο, ασφαλέστερων
GT
GD
C
H
L
M
O
safety
/ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά;
ADJECTIVE: ασφαλής;
USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
said
/sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο
GT
GD
C
H
L
M
O
seen
/siːn/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
USER: δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρηθεί, παρατηρείται
GT
GD
C
H
L
M
O
select
/sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
serious
/ˈsɪə.ri.əs/ = ADJECTIVE: σοβαρός, σπουδαίος, αισθητός;
USER: σοβαρός, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό, σοβαρά
GT
GD
C
H
L
M
O
several
/ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι;
PRONOUN: μερικοί;
USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες
GT
GD
C
H
L
M
O
shape
/ʃeɪp/ = NOUN: σχήμα, μορφή, φόρμα;
VERB: μορφώ, διαπλάσσω;
USER: σχήμα, διαμορφώσουν, διαμορφώνουν, διαμορφώσει, διαμόρφωση
GT
GD
C
H
L
M
O
showcase
/ˈʃəʊ.keɪs/ = USER: βιτρίνα, επιδείξει, παρουσιάσει, αναδείξει, ανάδειξη
GT
GD
C
H
L
M
O
showcased
/ˈʃəʊkeɪs/ = USER: παρουσιαστεί, παρουσίασε, παρουσιάστηκαν, επέδειξε, παρουσιαστούν,
GT
GD
C
H
L
M
O
sign
/saɪn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα;
VERB: υπογράφω, νεύω;
USER: σήμα, σημείο, υπογράψει, υπογράψουν, εγγραφείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
stressful
/ˈstres.fəl/ = USER: αγχωτικό, αγχωτική, άγχος, αγχωτικές, στρεσογόνα
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
supports
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστηρίζει, στηρίζει, υποστηρίζει την, υποστηρίζει τη, υποστηρίζει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
technologies
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
tedious
/ˈtiː.di.əs/ = ADJECTIVE: ανιαρός;
USER: κουραστική, κουραστικό, επίπονη, κουραστικές, βαρετή
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
total
/ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα;
ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος;
VERB: συμποσούμαι, αθροίζω;
USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό
GT
GD
C
H
L
M
O
traffic
/ˈtræf.ɪk/ = NOUN: κυκλοφορία, κίνηση, μεταφορά, εμπόριο, συγκοινωνία, τροχαία κίνηση, τροχαία κυκλοφορία, δοσοληψία, κίνηση εις τους δρόμους;
VERB: εμπορεύομαι;
USER: κυκλοφορία, κίνηση, κυκλοφορίας, της κυκλοφορίας, κίνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
transport
/ˈtræn.spɔːt/ = NOUN: μεταφορά, συγκοινωνία, διακίνηση, μεταγωγή, μεταγωγικό, μετακόμιση, ανάταση, έκσταση, παραφορά;
VERB: μεταφέρω, μετακομίζω, διαβιβάζω, παραφέρω;
USER: μεταφορά, μεταφορές, τη μεταφορά, μεταφέρουν, μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
traveling
/ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδια;
ADJECTIVE: οδοιπορικός;
USER: ταξίδια, ταξιδεύουν, ταξιδεύετε, που ταξιδεύουν, ταξιδεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
trialled
/ˈtrʌɪəl/ = USER: δοκιμαστεί, δοκιμάζεται, δοκιμάστηκαν, δοκιμάζονται πειραματικά, δοκιμάστηκε,
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
ultimate
/ˈʌl.tɪ.mət/ = ADJECTIVE: τελικός, τελευταίος, ύστατος, έσχατος;
USER: τελικός, απόλυτη, τελική, τελικό, απόλυτο
GT
GD
C
H
L
M
O
union
/ˈjuː.ni.ən/ = NOUN: ένωση, συνένωση, συντεχνία;
USER: ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, Union, συνδικαλιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
unique
/jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος;
USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicle
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicles
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
vision
/ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα;
VERB: οραματίζομαι;
USER: όραση, όραμα, όρασης, όραμά, οράματος
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
worked
/wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
220 words