Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
accidents /ˈæk.sɪ.dənt/ = NOUN: ατύχημα, δυστύχημα, τυχαίο συμβάν; USER: ατυχήματα, ατυχημάτων, τα ατυχήματα, ατυχήματος, των ατυχημάτων

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
active /ˈæk.tɪv/ = ADJECTIVE: ενεργός, δραστήριος, ενεργητικός, δρων; USER: ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργή, ενεργού, ενεργού

GT GD C H L M O
actively /ˈæk.tɪv.li/ = ADVERB: δραστήρια; USER: δραστήρια, ενεργά, ενεργό, την ενεργό, ενεργά την

GT GD C H L M O
advanced /ədˈvɑːnst/ = ADJECTIVE: προχωρημένος, ανώτερος; USER: προηγμένες, προηγμένων, προχωρημένο, advanced, προηγμένη

GT GD C H L M O
advantage /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα; USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
affordable /əˈfɔː.də.bl̩/ = ADJECTIVE: προμηθευτός; USER: προσιτή, προσιτές, προσιτό, οικονομικά, προσιτά

GT GD C H L M O
aim /eɪm/ = NOUN: σκοπός; VERB: σκοπεύω, σημαδεύω; USER: σκοπός, στόχο, αποσκοπούν, στοχεύουν, ως στόχο

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
alliance /əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία; USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
ambition /æmˈbɪʃ.ən/ = NOUN: φιλοδοξία; USER: φιλοδοξία, φιλοδοξίας, φιλοδοξίες, φιλοδοξιών, τη φιλοδοξία

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
april /ˈeɪ.prəl/ = NOUN: Απρίλιος; USER: Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assistance /əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια; USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση

GT GD C H L M O
assisting /əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ; USER: βοηθώντας, παροχή βοήθειας, την παροχή βοήθειας, βοήθειας, συνδρομής

GT GD C H L M O
association /əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος; USER: σχέση, σύνδεσμος, Σύνδεσης, ένωση, Association, Association

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
autonomous /ɔːˈtɒn.ə.məs/ = ADJECTIVE: αυτονόμος; USER: αυτόνομες, αυτόνομων, αυτόνομο, αυτόνομη, αυτόνομα

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
beyond /biˈjɒnd/ = PREPOSITION: πέρα; ADVERB: πέραν, πέρα, υπεράνω, αργότερα; NOUN: υπερπέραν; USER: πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός

GT GD C H L M O
bodies /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
chapter /ˈtʃæp.tər/ = NOUN: κεφάλαιο, τμήμα, κεφάλαιο βιβλίου; USER: κεφάλαιο, κεφαλαίου, γλώσσα Κεφάλαιο, το κεφάλαιο, κεφάλαιο αυτό

GT GD C H L M O
choice /tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή

GT GD C H L M O
closely /ˈkləʊs.li/ = ADVERB: στενά, προσεκτικά; USER: στενά, προσεκτικά, στενή, εκ του σύνεγγυς, κοντά

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
commitment /kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση; USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή

GT GD C H L M O
committed /kəˈmɪt.ɪd/ = VERB: διαπράττω, εμπιστεύομαι, παραδίδω, παραπέμπω, κάνω; USER: δεσμευτεί, διαπράττονται, δεσμευθεί, διαπράξει, διέπραξε

GT GD C H L M O
competitiveness /kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνιστικότητα, συναγωνιστικότης; USER: ανταγωνιστικότητα, ανταγωνιστικότητας, της ανταγωνιστικότητας, την ανταγωνιστικότητα, η ανταγωνιστικότητα

GT GD C H L M O
competitors /kəmˈpet.ɪ.tər/ = NOUN: ανταγωνιστής, αντίπαλος, συναγωνιζόμενος; USER: ανταγωνιστές, ανταγωνιστών, ανταγωνιστές της, οι ανταγωνιστές, τους ανταγωνιστές

GT GD C H L M O
compliance /kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης; USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση

GT GD C H L M O
conditions /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις; USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών

GT GD C H L M O
congested /kənˈdʒes.tɪd/ = ADJECTIVE: συνωστισμός, κατάμεστος, υπερπλήρης; USER: συμφόρηση, κυκλοφοριακή συμφόρηση, κορεσμένη, συμφόρησης

GT GD C H L M O
connectivity /ˌkɒn.ekˈtɪv.ɪ.ti/ = USER: συνδεσιμότητα, σύνδεσης, συνδεσιμότητας, σύνδεση, συνδετικότητα

GT GD C H L M O
continue /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν

GT GD C H L M O
declaration /ˌdek.ləˈreɪ.ʃən/ = NOUN: δήλωση, διασάφηση, διακήρυξη, κήρυξη; USER: δήλωση, διασάφηση, διακήρυξη, κήρυξη, δήλωσης

GT GD C H L M O
delegating /ˈdel.ɪ.ɡeɪt/ = VERB: αναθέτω, εξουσιοδοτώ, αποστέλλω σαν αντιπρόσωπο; USER: ανάθεση, μεταβίβαση, αναθέτοντας, αναθέτει, ανάθεσης

GT GD C H L M O
demonstration /ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο; USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη

GT GD C H L M O
demonstrator /ˈdemənˌstrātər/ = NOUN: διαδηλωτής, επιδεικνύων, αποδεικνύων; USER: διαδηλωτής, επιδεικνύων, επίδειξης, διαδηλωτή, συστήματος επίδειξης

GT GD C H L M O
demonstrators /ˈdemənˌstrātər/ = NOUN: διαδηλωτής, επιδεικνύων, αποδεικνύων; USER: διαδηλωτές, διαδηλωτών, των διαδηλωτών, οι διαδηλωτές, διαδηλώσεων

GT GD C H L M O
detracting /dɪˈtrækt frəm/ = VERB: αφαιρώ, μειώνω; USER: μειώνοντας, παραγνωρίζονται,

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
drive /draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω; NOUN: αμαξοπορεία; USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν

GT GD C H L M O
drivers /ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός; USER: οδηγοί, οδηγών, τους οδηγούς, οδηγούς, οι οδηγοί

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
during /ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια; USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια

GT GD C H L M O
efforts /ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια; USER: προσπάθειες, οι προσπάθειες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, προσπάθειες για

GT GD C H L M O
emerging /ɪˈmɜː.dʒɪŋ/ = VERB: αναδύομαι, αναφαίνομαι; USER: αναδυόμενες, αναδυόμενων, αναδυόμενη, τις αναδυόμενες, αναδύεται

GT GD C H L M O
enjoyable /enˈjoi-əbəl/ = ADJECTIVE: απολαυστικός; USER: απολαυστική, ευχάριστες, ευχάριστη, απολαυστικό, ευχάριστο

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
error /ˈer.ər/ = NOUN: σφάλμα, λάθος, πλάνη, παρόραμα; USER: σφάλμα, λάθος, πλάνη, σφάλματος, λάθους

GT GD C H L M O
espace = USER: Espace, του Espace, το Espace, για Espace,

GT GD C H L M O
european /ˌyərəˈpēən,ˌyo͝orə-/ = ADJECTIVE: ευρωπαϊκός; NOUN: Ευρωπαίος; USER: Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκό, ευρώπη, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκού

GT GD C H L M O
examples /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα

GT GD C H L M O
existing /ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων

GT GD C H L M O
explained /ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω; USER: εξήγησε, εξηγείται, εξηγηθεί, εξηγούνται, εξηγεί

GT GD C H L M O
extend /ɪkˈstend/ = VERB: επεκτείνω, παρατείνω, εκτείνω, τείνω, εκτείνομαι; USER: επέκταση, επεκτείνουν, εκτείνονται, παρατείνει, επεκτείνει

GT GD C H L M O
extension /ɪkˈstenʃən/ = NOUN: επέκταση, παράταση, προέκταση, εσωτερικό; USER: επέκταση, παράταση, προέκταση, επέκτασης, παράτασης

GT GD C H L M O
eyes /aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός; VERB: παρατηρώ; USER: μάτια, τα μάτια, στα μάτια, ματιών, οφθαλμών, οφθαλμών

GT GD C H L M O
face /feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο; VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
fatal /ˈfeɪ.təl/ = ADJECTIVE: θανατηφόρος, μοιραίος, καίριος; USER: θανατηφόρος, μοιραίος, θανατηφόρα, μοιραία, θανατηφόρων

GT GD C H L M O
favour /ˈfeɪ.vər/ = NOUN: εύνοια, εύνοια, εύνοια, εύνοια, χάρη, χάρη, χάρη, χάρη, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτηση; USER: ευνοούν, ευνοήσει, ευνοούν την, ευνοεί, υπέρ

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
framework /ˈfreɪm.wɜːk/ = NOUN: rámec; USER: πλαίσιο, πλαισίου, πλαίσια, πλαίσιο που, πλαίσιο που

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
gathered /ˈɡæð.ər/ = VERB: μαζεύω, συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω, συναθροίζομαι; USER: συγκεντρώθηκαν, συγκεντρώνονται, συλλέγονται, που συγκεντρώθηκαν, συγκεντρωθεί

GT GD C H L M O
giving /ɡɪv/ = NOUN: χορήγηση; USER: χορήγηση, δίνοντας, δίνει, κατάφερε να βρει, δίνοντάς, δίνοντάς

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
gradually /ˈɡræd.jʊ.li/ = ADVERB: σταδιακά, βαθμιαία; USER: σταδιακά, βαθμιαία, σταδιακή, σταδιακά να, προοδευτικά

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
hands /ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
helping /ˈhel.pɪŋ/ = NOUN: βοήθεια, μερίδα φαγητού, μερίδα, μερίς φαγητού; USER: βοήθεια, βοηθώντας, βοηθήσει, βοηθά, βοηθούν

GT GD C H L M O
hours /aʊər/ = NOUN: ώρα; USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
hundred /ˈhʌn.drəd/ = USER: hundred-, hundred, hundred; USER: εκατό, εκατοντάδες, εκατόν, διακόσια, εκατοντάδων, εκατοντάδων

GT GD C H L M O
illustrate /ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ; USER: απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, δείχνουν, παρουσιάζουν

GT GD C H L M O
improve /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτίωση, τη βελτίωση της, βελτίωση της, τη βελτίωση, βελτιώσει, βελτιώσει

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
initiative /ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία; USER: πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για

GT GD C H L M O
introducing /ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ; USER: εισάγοντας, εισαγωγή, θέσπιση, την εισαγωγή, καθιέρωση

GT GD C H L M O
involving /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: με τη συμμετοχή, συμμετοχή, τη συμμετοχή, αφορούν, που αφορούν

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
journeys /ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδια, διαδρομές, ταξιδιών, μετακινήσεις, διαδρομών

GT GD C H L M O
leading /ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών; NOUN: αρχηγία, οδηγία; USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν

GT GD C H L M O
legislation /ˌledʒ.ɪˈsleɪ.ʃən/ = NOUN: νομοθεσία; USER: νομοθεσία, νομοθεσίας, τη νομοθεσία, της νομοθεσίας, ρύθμιση

GT GD C H L M O
legislative /ˈledʒ.ɪ.slə.tɪv/ = ADJECTIVE: νομοθετικός; USER: νομοθετική, νομοθετικής, νομοθετικά, νομοθετικές, νομοθετικό

GT GD C H L M O
legislators /ˈledʒ.ɪ.sleɪ.tər/ = NOUN: νομοθέτης; USER: νομοθέτες, νομοθετών, οι νομοθέτες, νομοθέτη, νομοθετικών

GT GD C H L M O
less /les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα; ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων; USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
mainstream /ˈmeɪn.striːm/ = USER: επικρατούσα τάση, ενσωμάτωση, γενικά, κύρια, γενική

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makers /ˈmeɪ.kər/ = NOUN: κατασκευαστής, δημιουργός, ποιητής, κάνων; USER: κατασκευαστές, διαμορφωτές, ιθύνοντες, φορείς χάραξης, υπεύθυνους χάραξης

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
manufacturers /ˌmanyəˈfakCHərər/ = NOUN: κατασκευαστής, βιομήχανος, εργοστασιάρχης; USER: κατασκευαστές, κατασκευαστών, οι κατασκευαστές, τους κατασκευαστές, παρασκευαστές

GT GD C H L M O
marks = NOUN: βαθμολογία; USER: βαθμολογία, σήματα, σημάτων, σημάδια, επιδόσεις

GT GD C H L M O
maximising /ˈmæk.sɪ.maɪz/ = VERB: αυξάνω στον ανώτατο βαθμό, αυξάνω στον ανώτατο βαθμό; USER: μεγιστοποίηση, μεγιστοποίηση της, μεγιστοποιώντας, τη μεγιστοποίηση, μεγιστοποίηση των

GT GD C H L M O
ministers /ˈmɪn.ɪ.stər/ = NOUN: υπουργός, ιερέας, λειτουργός, πρεσβευτής; VERB: υπηρετώ, χορηγώ; USER: υπουργοί, υπουργούς, Οι Υπουργοί, Υπουργών, Υπουργικό

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
motoring /ˈməʊ.tər.ɪŋ/ = VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο; USER: αυτοκίνηση, αυτοκίνησης, αυτοκινήτου, οδήγηση, αυτοκινητιστών

GT GD C H L M O
motorists /ˈməʊ.tər.ɪst/ = NOUN: αυτοκινητιστής, οδηγός μηχανής; USER: αυτοκινητιστές, οι αυτοκινητιστές, αυτοκινητιστών, τους αυτοκινητιστές, οδηγών

GT GD C H L M O
motorways /ˈməʊ.tə.weɪ/ = USER: αυτοκινητόδρομοι, αυτοκινητοδρόμων, αυτοκινητόδρομους, αυτοκινητοδρόμους, αρτηριών

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
ongoing /process/ = USER: συνεχιζόμενες, εξελίξει, συνεχιζόμενη, εξέλιξη, συνεχή

GT GD C H L M O
opportunity /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας

GT GD C H L M O
optimise = VERB: βελτιστοποιώ; USER: βελτιστοποίηση της, τη βελτιστοποίηση, βελτιστοποιήσουν, βελτιστοποιήσει, βελτιστοποιήσετε,

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
ordinary /ˈɔː.dɪ.nə.ri/ = ADJECTIVE: συνήθης, συνηθισμένος, κοινός; USER: συνηθισμένος, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
participated /pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι; USER: συμμετείχε, συμμετείχαν, συμμετάσχει, μέρος, συμμετοχή

GT GD C H L M O
participates /pɑːˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: συμμετέχω, μετέχω, συμμερίζομαι; USER: συμμετέχει, μετέχει, συμμετέχουν

GT GD C H L M O
partners /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους

GT GD C H L M O
percent /pəˈsent/ = ADVERB: τοις εκατό; NOUN: εκατοστιαία; USER: τοις εκατό, εκατό, ποσοστό, τοις εκατό από, εκατοστιαίες μονάδες

GT GD C H L M O
period /ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: περίοδος, διάρκεια; USER: περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα, διάστημα

GT GD C H L M O
permit /pəˈmɪt/ = NOUN: άδεια, έγγραφος άδεια; VERB: επιτρέπω; USER: άδεια, επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, επιτρέψουν

GT GD C H L M O
phases /feɪz/ = NOUN: φάση, φάσις; USER: φάσεις, φάσεων, στάδια, τις φάσεις, φάση

GT GD C H L M O
playing /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο; USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας

GT GD C H L M O
pleased /pliːzd/ = ADJECTIVE: ευχαριστημένος; USER: ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποιημένοι, ικανοποίησή, ευχάριστη

GT GD C H L M O
pleasure /ˈpleʒ.ər/ = NOUN: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, τέρψη, ευαρέσκεια; USER: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, χαρά, αναψυχής

GT GD C H L M O
policy /ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας; USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
potential /pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος; USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα

GT GD C H L M O
price /praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο; VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών

GT GD C H L M O
programme /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων

GT GD C H L M O
progress /ˈprəʊ.ɡres/ = NOUN: πρόοδος, εξέλιξη, προκοπή; VERB: προχωρώ, προοδεύω; USER: πρόοδος, εξέλιξη, πρόοδο, προόδου, την πρόοδο, την πρόοδο

GT GD C H L M O
promote /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: την προώθηση της, προώθηση της, προώθηση, την προώθηση, προωθήσουν

GT GD C H L M O
promotion /prəˈməʊ.ʃən/ = NOUN: προαγωγή, προβολή, προβιβασμός; USER: προαγωγή, προβολή, προώθηση, προώθησης, την προώθηση

GT GD C H L M O
prospective /prəˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: υποψήφιος, αναμενόμενος, προορατικός, προσδοκώμενος; USER: υποψήφιος, υποψήφιους, προοπτική, μελλοντικούς, τους υποψήφιους

GT GD C H L M O
prototype /ˈprəʊ.tə.taɪp/ = NOUN: πρωτότυπο; USER: πρωτότυπο, πρωτοτύπου, πρότυπο, πρωτοτύπων, πρωτότυπου

GT GD C H L M O
reduce /rɪˈdjuːs/ = VERB: περιορίζω, ελαττώ, ελαττώνω, χαμηλώνω, μετατρέπω, περιστέλλω; USER: μείωση, μείωση των, τη μείωση, να μειώσει, μειώσει

GT GD C H L M O
revealed /rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω; USER: αποκάλυψε, αποκάλυψαν, αποκαλύφθηκε, έδειξε, προέκυψε

GT GD C H L M O
reveals /rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω; USER: αποκαλύπτει, φανερώνει, προκύπτει, δείχνει, αποκαλύψει

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
role /rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο; USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safe /seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός; NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο; USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς

GT GD C H L M O
safer /seɪf/ = USER: ασφαλέστερα, ασφαλέστερη, ασφαλέστερες, ασφαλέστερο, ασφαλέστερων

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
said /sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο

GT GD C H L M O
seen /siːn/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; USER: δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρηθεί, παρατηρείται

GT GD C H L M O
select /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε

GT GD C H L M O
serious /ˈsɪə.ri.əs/ = ADJECTIVE: σοβαρός, σπουδαίος, αισθητός; USER: σοβαρός, σοβαρές, σοβαρή, σοβαρό, σοβαρά

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
shape /ʃeɪp/ = NOUN: σχήμα, μορφή, φόρμα; VERB: μορφώ, διαπλάσσω; USER: σχήμα, διαμορφώσουν, διαμορφώνουν, διαμορφώσει, διαμόρφωση

GT GD C H L M O
showcase /ˈʃəʊ.keɪs/ = USER: βιτρίνα, επιδείξει, παρουσιάσει, αναδείξει, ανάδειξη

GT GD C H L M O
showcased /ˈʃəʊkeɪs/ = USER: παρουσιαστεί, παρουσίασε, παρουσιάστηκαν, επέδειξε, παρουσιαστούν,

GT GD C H L M O
sign /saɪn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα; VERB: υπογράφω, νεύω; USER: σήμα, σημείο, υπογράψει, υπογράψουν, εγγραφείτε

GT GD C H L M O
stressful /ˈstres.fəl/ = USER: αγχωτικό, αγχωτική, άγχος, αγχωτικές, στρεσογόνα

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
supports /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστηρίζει, στηρίζει, υποστηρίζει την, υποστηρίζει τη, υποστηρίζει τις

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
tedious /ˈtiː.di.əs/ = ADJECTIVE: ανιαρός; USER: κουραστική, κουραστικό, επίπονη, κουραστικές, βαρετή

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
total /ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα; ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος; VERB: συμποσούμαι, αθροίζω; USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό

GT GD C H L M O
traffic /ˈtræf.ɪk/ = NOUN: κυκλοφορία, κίνηση, μεταφορά, εμπόριο, συγκοινωνία, τροχαία κίνηση, τροχαία κυκλοφορία, δοσοληψία, κίνηση εις τους δρόμους; VERB: εμπορεύομαι; USER: κυκλοφορία, κίνηση, κυκλοφορίας, της κυκλοφορίας, κίνησης

GT GD C H L M O
transport /ˈtræn.spɔːt/ = NOUN: μεταφορά, συγκοινωνία, διακίνηση, μεταγωγή, μεταγωγικό, μετακόμιση, ανάταση, έκσταση, παραφορά; VERB: μεταφέρω, μετακομίζω, διαβιβάζω, παραφέρω; USER: μεταφορά, μεταφορές, τη μεταφορά, μεταφέρουν, μεταφέρει

GT GD C H L M O
traveling /ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδια; ADJECTIVE: οδοιπορικός; USER: ταξίδια, ταξιδεύουν, ταξιδεύετε, που ταξιδεύουν, ταξιδεύει

GT GD C H L M O
trialled /ˈtrʌɪəl/ = USER: δοκιμαστεί, δοκιμάζεται, δοκιμάστηκαν, δοκιμάζονται πειραματικά, δοκιμάστηκε,

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
ultimate /ˈʌl.tɪ.mət/ = ADJECTIVE: τελικός, τελευταίος, ύστατος, έσχατος; USER: τελικός, απόλυτη, τελική, τελικό, απόλυτο

GT GD C H L M O
union /ˈjuː.ni.ən/ = NOUN: ένωση, συνένωση, συντεχνία; USER: ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, Union, συνδικαλιστικών

GT GD C H L M O
unique /jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος; USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
vehicle /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων

GT GD C H L M O
vehicles /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που

GT GD C H L M O
vision /ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα; VERB: οραματίζομαι; USER: όραση, όραμα, όρασης, όραμά, οράματος

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
worked /wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

220 words